- σμιρίγλι
- το, και σμιρίγλη, η, Νβλ. σμυρίγλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμυρίγλι — και σμιρίγλι, το, και σμιρίγλη, η, Ν η σμύριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. smeriglio < αμάρτυρο λατ. *smirilium < λατ. smyris < σμύρις. Ο τ. με ι αποτελεί απόδοση τού ιταλ. τ., ενώ η γραφή με υ κατ επίδραση του αρχ. σμύρις] … Dictionary of Greek
σμυριγλάς — και σμιριγλάς, ο, Ν ο σμυριδεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυρίγλι / σμιρίγλι + κατάλ. άς (πρβλ. σιδερ άς)] … Dictionary of Greek